- ὑπομάσχαλος
- ὑπομάσχᾰλος, ον,A under the arm-pits: τὸ ὑ. perh. a wallet slung under the arm, POxy.1923.4 (v/vi A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομάσχαλος — η, ο / ὑπομάσχαλος, ον, ΝΜ αυτός που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπομάσχαλο το μέρος τού σώματος που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη μσν. το ουδ. ως ουσ. είδος σακιδίου που κρεμούσαν κάτω από τη μασχάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υπομασχαλιαίος — α, ο, Ν υπομάσχαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπομάσχαλος + κατάλ. ιαίος*] … Dictionary of Greek
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek